- επίμυκτος
- ἐπίμυκτος, -ον (Α)αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίμυκτος — scoffed at masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)